- ἀναύχην
- ἀναύχην, ενος, ὁ, ἡ,A without neck or throat, Emp.57.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναύχην — ἀναύχην, ο, η (Α) [αυχήν] εκείνος που δεν έχει αυχένα, λαιμό … Dictionary of Greek
ἀναύχην — ἀναύ̱χην , ἀνά ὑσσω hyssop plup ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek